- φουσκαλιάζω
- Ν [φουσκάλα](αμτβ.) σχηματίζω φουσκάλες στο δέρμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φουσκαλιάζω — φουσκάλιασα, φουσκαλιασμένος, αμτβ., σχηματίζω φουσκάλες, γεμίζω φλύκταινες (βλ. λ.): Από το πολύ φτυάρισμα φουσκάλιασαν τα χέρια του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουσκάλιασμα — το, Ν [φουσκαλιάζω] το αποτέλεσμα τού φουσκαλιάζω, το να σχηματίζονται φουσκάλες στο δέρμα … Dictionary of Greek
φουσκιάζω — φούσκιασα, φουσκιασμένος 1. αμτβ., φουσκαλιάζω (βλ. λ.). 2. (για καρπούς), κάνω φούσκες, έχω εσωτερικά κενά, είμαι κούφιος: Κολοκύθια φουσκιασμένα. 3. (για ψωμί, πίτες κτό.), κάνω (έχω) φουσκάλες. 4. (για το σώμα), έχω πλαδαρά πρηξίματα:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)